- εὐδυσώπητος
- εὐδυσώπητοςsoon put out of countenancemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδυσώπητος — εὐδυσώπητος, ον (Α) 1. αυτός που ταράζεται, που σαστίζει εύκολα 2. ενδοτικός, υποχωρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυσ ωπητος (< δυσ ωπώ «φοβίζω, αναστατώνομαι, υποκύπτω σε παρακλήσεις»), πρβλ. α δυσ ώπητος] … Dictionary of Greek
εὐδυσώπητον — εὐδυσώπητος soon put out of countenance masc/fem acc sg εὐδυσώπητος soon put out of countenance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδυσωπήτοις — εὐδυσώπητος soon put out of countenance masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)